παλευτρια

παλευτρια
    παλεύτρια
    πᾰλεύτρια
    ἥ (sc. ὄρνις) манная птица, манок Arst.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "παλευτρια" в других словарях:

  • παλεύτρια — και παλευτρίς, ίδος, ἡ (Α) 1. (ως επίθ. και ως ουσ.) πτηνό που χρησίμευε ως δόλωμα για παγίδευση άλλων πτηνών, η θηρευτική περιστερά 2. μτφ. η πόρνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλεύω (II) «δελεάζω, προσελκύω» + επίθημα τρια (πρβλ. ιππεύτρια)] …   Dictionary of Greek

  • παλεύτρια — fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλευτρίας — παλευτρίᾱς , παλεύτρια fem acc pl παλευτρίᾱς , παλεύτρια fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλευτριῶν — παλεύτρια fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλευτρίαις — παλεύτρια fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλεύτριαι — παλεύτρια fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλευτρίς — παλευτρίς, ίδος, ἡ (Α) βλ. παλεύτρια …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»